- ὀνειραιτησίας
- ὀνειραιτησίᾱς , ὀνειραιτησίαobtaining of revelations in a dreamfem acc plὀνειραιτησίᾱς , ὀνειραιτησίαobtaining of revelations in a dreamfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.